- ἀκίν
- ἀκίςpointed objectfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακίν — Λαϊκοί αυτοσχέδιοι τραγουδιστές της κεντρικής Ασίας. Οι πλανόδιοι αυτοί καλλιτέχνες, γνωστοί από αιώνες στους Κιργισίους, υμνούσαν με τα τραγούδια τους, στις γιορτές, τη δουλειά και τον ηρωισμό των λαών της κεντρικής Ασίας. Το Μάνας, ηρωικό… … Dictionary of Greek
ορθοποδητώ — ὀρθοποδητῶ, έω (Μ) ορθοποδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθοποδῶ, κατά τα ρ. σε ητῶ (πρβλ. ακιν ητώ, κοσμ ητώ)] … Dictionary of Greek